χαρτοβιομήχανος

χαρτοβιομήχανος
ο бумагопромышленник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χαρτοβιομήχανος" в других словарях:

  • χαρτοβιομήχανος — ο, Ν ιδιοκτήτης χαρτοβιομηχανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + βιομήχανος] …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • χαρτοβιομηχανία — η, Ν η βιομηχανία παραγωγής χαρτιού και χάρτινων ειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοβιομήχανος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • χαρτοβιομηχανικός — ή, ό, Ν [χαρτοβιομήχανος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χαρτοβιομηχανία και στον χαρτοβιομήχανο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»